- προσποιητικός
- -ή, -όν, Α [προσποιητός]1. αυτός που προσποιείται, που υποκρίνεται («προσποιητικὸς ἀνδρείας», Αριστοτ.)2. αυτός που εγείρει αξιώσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσποιητικός — making pretence to masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητικόν — προσποιητικός making pretence to masc acc sg προσποιητικός making pretence to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητικοί — προσποιητικός making pretence to masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητικούς — προσποιητικός making pretence to masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητική — προσποιητικός making pretence to fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητικῶς — προσποιητικός making pretence to adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)